- ὠμοβόϊος
- ὠμο-βόϊος, ον,A made from untanned ox-hide,
κόλλαν ὠμοβόϊον Supp.Epigr.3.147
(Eleusis, iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόλλαν ὠμοβόϊον Supp.Epigr.3.147
(Eleusis, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωμοβόϊος — ΐα, ον, Α βλ. ὠμοβόειος … Dictionary of Greek
ωμοβόειος — εία, ον, και ιων. τ. ὠμοβόεος, έη, ον, και ὠμοβόϊνος, ΐνη, ον, και ὠμοβόϊος, ΐα, ον, Α 1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο δέρμα βοδιού («ἀσπίδας... ὠμοβοΐνας», Ηρόδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὠμοβοέη (ενν. δορά) ακατέργαστο δέρμα βοδιού 3. το ουδ. ως … Dictionary of Greek